- ἀναβασσαρέω
- ἀναβασσᾰρέω,A = ἀναβακχεύω 11,
ἀνὰ δηὖτε βασσαρήσω Anacr.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνὰ δηὖτε βασσαρήσω Anacr.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναβασσαρέω — ἀναβασσαρέω (Α) καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + βασσαρέω «βακχεύω»] … Dictionary of Greek